- ερωτηματιζω
- ἐρωτηματίζωἐρωτημᾰτίζωлог. задавать (наводящие) вопросы
(τάττειν καὴ ἐ. ἴδιον τοῦ διαλεκτικοῦ ἐστιν Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τάττειν καὴ ἐ. ἴδιον τοῦ διαλεκτικοῦ ἐστιν Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ερωτηματίζω — ἐρωτηματίζω (Α) [ερώτημα] ερωτώ, κάνω ερωτήσεις για να προκαλέσω συμπεράσματα από τον αντίπαλό μου … Dictionary of Greek
ἐρωτηματίσαι — ἐρωτηματίζω aor inf act ἐρωτηματίσαῑ , ἐρωτηματίζω aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρωτηματίζειν — ἐρωτηματίζω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)